Ο νους, η μνήμη και η φαντασία μας ταξιδεύουν νοσταλγικά δεκαοκτώ χρόνια πίσω, όταν κάποιο βραδινό ο τότε Δήμαρχος μακαρίτης Σταύρος Κώτσης κάλεσε εμάς, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές που ζούσαμε σ’ αυτό το προάστιο, σε «δείπνο εργασίας», όπως θα το λέγαμε με πολιτική και διπλωματική ορολογία, και περιστοιχιζόμενος από μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και μια ομάδα πανεπιστημιακών, με ευδιάκριτη την παρουσία του συναδέλφου Κάρολου Μητσάκη, μας είπε, με την παροιμιώδη λιτότητα που τον διέκρινε σε τέτοιες στιγμές, αυτά περίπου τα λόγια μεταξύ άλλων : «Σεις οι πανεπιστημιακοί είστε ένα σημαντικό κεφάλαιο γι’ αυτόν τον τόπο. Θα ήθελα να σας ζητήσω να συντελέσετε με τον τρόπο που εσείς ξέρετε καλύτερα από τον καθένα μας στην αναβάθμιση του πνευματικού και μορφωτικού επιπέδου των δημοτών της Αγίας Παρασκευής. Δεν έχω χρήματα για να σας αμείψω. Έχω όμως το πάθος, όπως και σεις, είμαι βέβαιος, το έχετε, να κάνω κάτι καλό για τον τόπο μου. Βοηθήστε με να πραγματοποιήσουμε όλοι μαζί αυτό το ιδανικό».
Στις μέρες που ακολούθησαν ο αείμνηστος Κάρολος Μητσάκης μάς ζήτησε να συσκεφθούμε και να αποφασίσουμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Το αποτέλεσμα της συσκέψεως εκείνης είναι σήμερα εντελώς ορατό, δεκαοκτώ χρόνια ύστερα, κατά τη διάρκεια των οποίων μια ομάδα καθ’ όλα διακεκριμένων εκπροσώπων των ανώτατων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του τόπου μας ένωσαν τις πνευματικές και ψυχικές τους δυνάμεις σε μια ακατάβλητη προσπάθεια πραγματοποίησης ενός ονείρου του αείμνηστου Σταύρου Κώτση και των άξιων διαδόχων του στο δημαρχιακό θώκο, του κ. Αντώνη Σιδέρη, του κ. Βασίλη Γιαννακόπουλου, του κ. Βασίλη Ζορμπά και του σημερινού δημάρχου μας κ. Γιάννη Σταθόπουλου, ανθρώπων που με το εμψυχωτικό προσκλητήριό τους ενίσχυαν κι εμάς, τους εκπροσώπους των πνευματικών δυνάμεων του τόπου, και κατηύθυναν τα βήματά μας στην επιτέλεση, ολοκλήρωση και συνέχιση μιας ευγενικής, ομόθυμης και τελείως ανιδιοτελούς διαδρομής.
Έτσι, γίναμε παράδειγμα δημιουργίας για πολλούς δήμους, που κάποιοι από αυτούς έσπευσαν να μας μιμηθούν και ζήτησαν τη γνώση μας επί των θεμάτων ιδρύσεως ενός Πανεπιστημίου, όπως ο Δήμος Νέου Ηρακλείου και ο Δήμος Περιστερίου. Θα ευχόμασταν οι άξιοι μιμητές μας να ήταν ακόμη πιο πολλοί, γιατί αυτός εδώ είναι ο στίβος της ευγενικής άμιλλας και δημιουργίας, εδώ θα κριθούμε -σε ζοφερούς και ανώμαλους καιρούς, όπου πολλοί «φίλοι μας» στοιχηματίζουν στον επιθανάτιο ρόγχο μας- τι μπορούμε να πετύχουμε και ποιο απόθεμα ψυχής και δυνάμεων διαθέτουμε, εδώ υπάρχει η καταξίωση, πολύ περισσότερο όταν η οικονομική αφάνταστη δυσπραγία της εποχής συρρικνώνει τα περιθώρια της ανιδιοτελούς προσφοράς, κάποτε και μέχρι σημείου πλήρους εξαφάνισης, εδώ θα γράψει τη μικρή ή μεγάλη του ιστορία ο καθένας μας, εδώ θα ζήσουμε μοναδικές στιγμές προσφοράς και δημιουργίας, εδώ, παραφράζοντας τη σκέψη του Μενάνδρου για τον άνθρωπο, θα επαναληφθεί και για εμάς το «ως χαρίεν εστ’ διδάσκαλος, όταν διδάσκαλος η» (=πόσο χαριτωμένο πράγμα είναι ο δάσκαλος, όταν είναι πραγματικός δάσκαλος).
Ο Κοσμήτωρ
Νικόλαος Πετρόχειλος